- εξπρεσιονιστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στον εξπρεσιονιστή ή τον εξπρεσιονισμό (βλ. λλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξπρεσιονιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εξπρεσιονισμό … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
Λαουράνα, Φραντσέσκο — (Francesco Laurana, Βράνα, Ιταλία 1430; – Αβινιόν, Γαλλία 1502). Ιταλός γλύπτης. Εργάστηκε στη Νάπολη, στο Ουρμπίνο, στη Σικελία και στη Γαλλία. Για πρώτη φορά αναφέρεται το 1453 μεταξύ των καλλιτεχνών που κατασκεύαζαν στη Νάπολη τη γλυπτική… … Dictionary of Greek
Ντιπόν, Έβαλντ Αντρέας — (Ewald AndreDupont, Τσάιτς 1891 – Χόλιγουντ 1956). Γερμανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Αφού σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες χωρίς μεγάλη σημασία, απέκτησε ξαφνικά διεθνή φήμη με το Βαριετέ (1925), σκοτεινό δράμα ζήλειας και απωθημένων ενστίκτων… … Dictionary of Greek